- εθιμοτυπικός
- η , ό[ν]1) относящийся к этикету; 2) относящийся к церемониалу; церемониальный; 3) соблюдающий этикет; соблюдающий церемониал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθιμοτυπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εθιμοτυπία ή γίνεται σύμφωνα με αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εθιμοτυπικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εθιμοτυπία ή που γίνεται σύμφωνα με αυτή: Εθιμοτυπική επίσκεψη του νέου νομάρχη στον υπουργό Β. Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
κλητορολόγιον — κλητορολόγιον, τὸ (Μ) 1. ο αυστηρός εθιμοτυπικός κανονισμός που ίσχυε κατά τη διοργάνωση τών επίσημων κλητορίων 2. στον πληθ. τὰ κλητορολόγια βιβλία που περιείχαν αυτόν τον κανονισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητόριον + λόγιον (< λόγος < λόγος), πρβλ … Dictionary of Greek
τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… … Dictionary of Greek